- χέν(ν)α
- η, Νερυθροκάστανη χρωστική ουσία για βαφή τών μαλλιών και τών νυχιών, που λαμβάνεται από τα φύλλα τού φυτού λαουσονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. henna < αραβ. hinnā*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πέρι, Τσαρλς Χιούμπερτ Χεν — (Parry, 1848 – 1918). Άγγλος μουσικοσυνθέτης, παιδαγωγός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο του Λονδίνου και ταυτόχρονα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρωτοπόρους του… … Dictionary of Greek
βέβρυχεν — βέβρῡχεν , βρυχάομαι roar perf ind act 3rd sg (epic) βέβρῡχεν , βρυχάομαι roar plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπέπραχεν — διαπέπρᾱχεν , διαπράσσω pass over perf ind act 3rd sg διαπέπρᾱχεν , διαπράσσω pass over plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκήρυχεν — κεκήρῡχεν , κηρύσσω to be a herald perf ind act 3rd sg κεκήρῡχεν , κηρύσσω to be a herald plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκεκήρυχεν — προκεκήρῡχεν , προκηρύσσω proclaim by herald perf ind act 3rd sg προκεκήρῡχεν , προκηρύσσω proclaim by herald plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπέπραχεν — προπέπρᾱχεν , προπράσσω do before perf ind act 3rd sg προπέπρᾱχεν , προπράσσω do before plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῦχεν — προῦ̱χεν , πρό ὑσσω hyssop plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προῦ̱χεν , πρό ὑσσω hyssop perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπραχεν — πέπρᾱχεν , πράσσω pass through perf ind act 3rd sg πέπρᾱχεν , πράσσω pass through plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβέβρυχεν — ἀναβέβρυχα perf ind act 3rd sg (epic) ἀναβέβρυχα plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀναβέβρῡχεν , ἀναβρυχάομαι roar aloud perf ind act 3rd sg (epic) ἀναβέβρῡχεν , ἀναβρυχάομαι roar aloud plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Хаос — (Χάος) у древних греков космогоническое понятие зияющего (от χάσκειν зиять) пространства, существовавшего раньше мироздания: материальным содержанием его были туман и мрак. По учению орфиков, X. и Эфир возникли из безначального времени, причем… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона